ακοσμήεις

ακοσμήεις
ἀκοσμήεις, -ήεσσα, -ῆεν (Α) [ἄκοσμος]
άκοσμος, ταραχώδης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀκοσμήεσσα — ἀκοσμήεις fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • άκοσμος — η, ο (Α ἄκοσμος, ον) απρεπής, ανάρμοστος αρχ. 1. άτακτος, ακατάστατος 2. αστόλιστος 3. άσημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + κόσμος. ΠΑΡ. ακοσμία αρχ. ἀκοσμήεις, ἀκοσμῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”